λατινιστί

λατινιστί
[λατινίζω]
επίρρ.
1. στη λατινική γλώσσα
2. κατά τη συνήθεια τών Λατίνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Иоанникий Лихуд — Иеромонах, родом Грек; предки его были Князья, жившие в Константинополе еще до пленения его Турками. Один из них, Константин Лихуд, с 1059 по 1064 год был Константинопольским Патриархом. Потомки их по пленении Константинополя переехали в… …   Большая биографическая энциклопедия

  • λατίνα — (Μ) επίρρ. σε λατινική γλώσσα, λατινιστί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. latina, ουδ. πληθ. τού επιθ. latinus] …   Dictionary of Greek

  • λατινικός — ή, ό (AM λατινικός, ή, όν) [Λατίνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λατίνους («λατινικός πολιτισμός») νεοελλ. 1. αυτός στον οποίο μιλιέται λατινογενής γλώσσα («Λατινική Αμερική») 2. το θηλ. ως ουσ. η Λατινική η γλώσσα τών Λατίνων νεοελλ. μσν …   Dictionary of Greek

  • ρωμαϊστί — ῥωμαϊστί, ΝΑ [ῥωμαΐζω] επίρρ. (τροπ.) στη γλώσσα τών Ρωμαίων, στη λατινική γλώσσα, λατινιστί, λατινικά («καὶ ἦν γεγραμμένον Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, Ῥωμαϊστί», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”